χοντρέμπορος

χοντρέμπορος
χοντρέμπορος, ο και χοντρέμπορας, ο
έμπορος που πουλά και αγοράζει μόνο σε μεγάλες ποσότητες. Ουσ. χοντρεμπόριο, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοντρέμπορος — ο, Ν βλ. χονδρέμπορος …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • χονδρέμπορος — και χοντρέμπορος, ο, Ν έμπορος χονδρικής πώλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) * / χοντρ(ο) + έμπορος] …   Dictionary of Greek

  • χονδρεμπόριο — και χοντρεμπόριο, το, Ν [χονδρέμπορος / χοντρέμπορος] εμπόριο χονδρικής πώλησης …   Dictionary of Greek

  • έμπορος — έμπορος, ο και έμπορας, ο θηλ. ισσα 1. αυτός που αγοράζει φυσικά ή τεχνικά προϊόντα σε μεγάλες σχετικά ποσότητες και τα πουλάει λιανικά με σκοπό το κέρδος. 2. ο χοντρέμπορος (βλ. λ.). 3. αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεοτερισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλέμπορος — ο ο έμπορος που αγοράζει για το μαγαζί του μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων, αυτός που πουλάει κυρίως χοντρικά, ο χοντρέμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντρομπακάλης — ο χοντρέμπορος, μεγαλομπακάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”